ὀρυκτοί

ὀρυκτοί
ὀρυκτός
dug
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • FOSSA — I. FOSSA apud Stat. l. 5. Sylv. 3. v. 93. et seqq. Illic Oebalio non finderet aera disco. Graiorum vis ulla virûm: non arva rigaret Sudor equûm, aut putri sonitum daret ungula fossae: Locus est, ad equorum cursum eftoslus, et comparatus, de quo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακωρυχείο — Ορυχείο όπου γίνεται ανόρυξη και εξαγωγή ορυκτού άνθρακα. Τα α., ανάλογα με το είδος του άνθρακα που βγάζουν, ονομάζονται γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, λιθανθρακωρυχεία κλπ. Η ύπαρξη των κοιτασμάτων ορυκτού άνθρακα εξακριβώνεται είτε από… …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • λιγνίτης — Μορφή ορυκτού άνθρακα, που χαρακτηρίζεται από το ότι διατηρεί ακόμα τα ίχνη της ινώδους υφής του ξύλου. Η ονομασία του προέρχεται από τη λατινική λέξη lignum, που σημαίνει ξύλο. Είναι άμορφο ιζηματογενές πέτρωμα και αποτελεί μια ενδιάμεση μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… …   Dictionary of Greek

  • αυτόχθονες σχηματισμοί — Στη γεωλογία χαρακτηρίζονται γενικά έτσι τα στρώματα εκείνα της Γης που έχουν παραμείνει στον τόπο που σχηματίστηκαν, σε αντίθεση με τους αλλόχθονες σχηματισμούς, δηλαδή μάζες στρωμάτων που μετακινήθηκαν σε μεγάλες, πολλές φορές, αποστάσεις (της… …   Dictionary of Greek

  • γαιάνθρακες — Βλ. λ. άνθρακες, ορυκτοί …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”